Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβρυοκαρδία η [emvriokarδía] Ο25 : (ιατρ.) καρδιακός ήχος, ρυθμός όμοιος με του εμβρύου, ως διαγνωστικό, παθολογικό εύρημα.
[λόγ. < γαλλ. embryocardie < embryo- = εμβρυο- + -cardie < αρχ. καρδία]