Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβρυοθυλάκιο το [emvrioθilákio] Ο40 : (ιατρ.) το θυλάκιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο.
[λόγ. εμβρυο- + θυλάκιον μτφρδ. γαλλ. sac embryonnaire `θύλακος1β΄]