Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβρυογενής -ής -ές [emvriojenís] Ε10 : (ιατρ., βιολ.) που γίνεται ή σχηματίζεται από το έμβρυο ή μαζί με αυτό: Οι εμβρυογενείς υμένες.
[λόγ. εμβρυο- + -γενής μτφρδ. γαλλ. embryogénique < embryo- = εμβρυο- + -géni que = -γενής]