Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβολιάζω
1 εγγραφή
εμβολιάζω [emvoliázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(ιατρ.) εισάγω σε έναν οργανισμό (ανθρώπου ή ζώου) εμβόλιο, για να προκαλέσω ανοσία ή ανάπτυξη αμυντικών δυνάμεων εναντίον ορισμένης νόσου. 2. (γεωπ.) ~ ένα φυτό, προσαρμόζω στο βλαστό του τμήμα άλλου συγγενικού του φυτού· μπολιάζω: ~ ένα άγριο δέντρο, για να γίνει ήμερο.

[λόγ. εμβόλι(ον) -άζω μτφρδ. του νεοελλ. μπολιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες