Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβατίκια
1 εγγραφή
εμβατίκια τα [emvatíkia] & εμπατίκια τα [embatíkia] Ο40 : (εκκλ.) το χρηματικό ποσό, το δώρο που έδιναν (κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή) οι ιερείς σε επίσκοπο για το διορισμό τους σε ενορία· μπατίκια.

[λόγ. πληθ. < μσν. εν. εμβατίκιον (προφ. [mb] ) < *εμβατικ(όν) -ιον < ελνστ. ἔμβα(σις) (προφ. [mb] ) `είσοδος κάπου, κατοχή΄ -τικόν, ουδ. του -τικός· λόγ. επίδρ. στο μπατίκια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες