Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμβαθυν
2 εγγραφές [1 - 2]
εμβάθυνση η [emváθinsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εμβαθύνω· εξέταση και κατανόηση μιας σκέψης, ενός διανοήματος κτλ. σε βάθος: Aπό την ~ στο νόημα του πρωτοτύπου εξαρτάται η ποιότητα της μετάφρασης.

[λόγ. εμβαθύν(ω) -σις > -ση]

εμβαθύνω [emvaθíno] Ρ8.1α : εισδύω με τη σκέψη μου στο βάθος μιας έννοιας, εξετάζω, ερευνώ κτ. σε βάθος: ~ στην έννοια / στο περιεχόμενο ενός κειμένου. Δεν εμβαθύνουν στα πράγματα, τα εξετάζουν επιπόλαια, επιφανειακά.

[λόγ. < ελνστ. ἐμβαθύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες