Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελλοχεύω
1 εγγραφή
ελλοχεύω [eloxévo] Ρ5.1α : (λόγ.) καραδοκώ, παραμονεύω. || (συνήθ. μτφ.) για κακό που κρύβεται, υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, αλλά είναι έτοιμο να εκδηλωθεί: Πίσω από τη φαινομενική γαλήνη ελλοχεύουν σοβαρότατοι κίνδυνοι.

[λόγ. < αρχ. ἐλλοχ(ῶ) μεταπλ. -εύω κατά το παραμονεύω(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες