Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνοράφτης
1 εγγραφή
ελληνοράφτης ο [elinoráftis] Ο10 : (παρωχ., σε αντιδιαστολή προς το φραγκοράφτης) ράφτης παραδοσιακών ελληνικών ενδυμασιών.

[λόγ. ελληνο- + ράπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες