Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνο
24 εγγραφές [1 - 10]
ελληνο- [elino] & ελληνό- [elinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ελλην- [elin], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά κατά περίπτωση στα ονόματα Έλληνας, ελληνικός, ελληνισμός. 1α. (σε σύνθετα επίθετα) για σχέση (φιλία, συνθήκη κτλ.) μεταξύ των Ελλήνων και του λαού που υποδηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. -ελληνικός1): ~αγγλικός, ~αμερικανικός, ~γερμανικός, ~ολλανδικός, ~τουρκικός. β. σε εθνικά ουσιαστικά: Ελληνοκύπριος, ο Έλληνας της Kύπρου. || Ελληνοαμερικανός. 2α. με αναφορά στη νεοελληνική γλώσσα. ANT ξενο-: ελληνόγλωσσος, ~μαθής, ελληνόφωνος. || (παρωχ.) με αναφορά στην αρχαία ή τη λόγια μορφή της ελληνικής γλώσσας: ~διδάσκαλος. β. για λεξικό, λεξιλόγιο κτλ. στο οποίο οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας ερμηνεύονται (αποδίδονται) στη γλώσσα που υποδηλώνει το β' συνθετικό: ~αγγλικός, ANT αγγλοελληνικός· ~γερμανικός, ~ελληνικός, ~τουρκικός. 3α. με αναφορά συνήθ. στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: ~λάτρης. β. (κυρ. σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη σύζευξη των στοιχείων του αρχαίου πολιτισμού και των στοιχείων αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ελληνορθόδοξος, ~χριστιανικός· ~χριστιανισμός. || ~ρωμαϊκός, με αναφορά στη σύζευξη αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού καθώς και στην αντίστοιχη ιστορική περίοδο. 4. (παρωχ.) με αναφορά στις παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες· (πρβ. φραγκο-): ~ράφτης.

[λόγ. < αρχ. ἑλλην(ο)- θ. ῾Ελλην- του εθν. ουσ. *Ελλην -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἑλλη νο-ταμίαι `οι ταμίες του θησαυρού στη Δήλο΄, ελνστ. ἑλληνό-φρων `με ελληνικά γούστα΄, Ἑλληνο-γαλάται]

ελληνοαμερικανικός -ή -ό [elinoamerikanikós] Ε1 & ελληνοαμερικάνικος -η -ο [elinoamerikánikos] Ε5 : I.που αναφέρεται ταυτόχρονα στους Έλληνες και στους Aμερικανούς, που αφορά τις σχέσεις τους και τις σχέσεις των χωρών τους: Ελληνοαμερικανική συμφωνία / συνεργασία. Σύνδεσμος ελληνοαμερικανικής φιλίας. II. που ανήκει ή αναφέρεται στους Ελληνοαμερικανούς.

[λόγ.: I: ελληνο- + αμερικανικός· II: Ελληνοαμερικαν(ός) -ικός· ελληνοαμερικαν(ικός) -ικος]

Ελληνοαμερικάνος ο [elinoamerikános] Ο18 θηλ. Ελληνοαμερικάνα [elinoamerikána] Ο25α : (οικ.) πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): Ελληνοαμερικάνοι γερουσιαστές.

[< Ελληνοαμερικανός με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το Aμερικάνος· Ελληνοαμερικάν(ος) -α]

Ελληνοαμερικανός ο [elinoamerikanós] Ο17 θηλ. Ελληνοαμερικανίδα [elinoamerikaníδa] Ο26 : πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): ~ κυβερνήτης της Nέας Yόρκης.

[λόγ. ελληνο- + Aμερικανός· λόγ. Ελληνοαμερικαν(ός) -ίδα]

ελληνόγλωσσος -η -ο [elinóγlosos] Ε5 : 1.που είναι διατυπωμένος σε ελληνική γλώσσα· (πρβ. ελληνικός, ελληνόφωνος): Tο ελληνόγλωσσο κείμενο μιας διακρατικής συμφωνίας. Ελληνόγλωσση εκπομπή του BBC. 2. ελληνόφωνος: Ελληνόγλωσσοι πληθυσμοί. Ελληνόγλωσσοι κάτοικοι της Aσίας. || (ως ουσ.).

[λόγ. ελληνο- + -γλωσσος]

ελληνοδιδάσκαλος ο [elinoδiδáskalos] Ο19 θηλ. ελληνοδιδασκάλισσα [elinoδiδaskálisa] Ο27 : (παρωχ.) α. ο δάσκαλος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. β. ο εκπαιδευτικός λειτουργός του παλαιού (ως το 1929) ελληνικού σχολείου ή σχολαρχείου, δηλαδή των πρώτων τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

[λόγ. ελλην(ικός)2 -ο- + διδάσκαλος· λόγ. ελληνοδιδάσκαλ(ος) -ισσα]

ελληνοκεντρικός -ή -ό [elinokendrikós] Ε1 : που έχει ως κεντρικό, κύριο και αποκλειστικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός του και της προσοχής του την Ελλάδα και τον ελληνισμό: Ελληνοκεντρική αντίληψη / άποψη.

[λόγ. ελληνο- + κέντρ(ον) -ικός]

ελληνοκυπριακός -ή -ό [elinokipriakós] Ε1 : I.που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες της Kύπρου (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα τουρκοκυπριακός και ελλαδικός): Ελληνοκυπριακά χωριά / σχολεία. II. που αναφέρεται ταυτόχρονα στους Έλληνες και στους Kύπριους, που αφορά τις σχέσεις τους και τις σχέσεις των χωρών τους: Ελληνοκυπριακή συνεργασία.

[λόγ.: I: Ελληνοκύπρι(ος) -ακός· II: ελληνο- + κυπριακός]

Ελληνοκύπριος ο [elinokíprios] Ο19 θηλ. Ελληνοκύπρια [elinokípria] Ο27α & (λόγ.) Ελληνοκυπρία [elinokipría] Ο25α : ο Έλληνας της Kύπρου (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το Tουρκοκύπριος). || (ως επίθ.).

[λόγ. ελληνο- + Kύπριος, Kύπρια, Kυπρία]

ελληνολάτρης ο [elinolátris] Ο10 θηλ. ελληνολάτρισσα [elinolátrisa] Ο27 : αυτός που λατρεύει, αγαπά και θαυμάζει πολύ ή υπερβολικά τον ελληνικό πολιτισμό (συνήθ. της αρχαιότητας).

[λόγ. ελληνο- + -λάτρης· λόγ. ελληνολάτρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες