Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελλειπτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
ελλειπτικός 1 -ή -ό [eliptikós] Ε1 : που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης: Ελλειπτική τροχιά. Ελλειπτικό πεδίο. ελλειπτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. elliptique < νλατ. ellipticus (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἔλλειψις (δες έλλειψη 1) με βάση το ελνστ. ἐλλειπτικός (δες ελλειπτικός 2) (-ique = -ικός)]

ελλειπτικός 2 -ή -ό : 1.(γραμμ.) που χαρακτηρίζεται από την απουσία ορισμένων μορφολογικών στοιχείων ή τύπων: Ελλειπτικά ονόματα / ρήματα. Tο ουσιαστικό “πρωί” είναι ελλειπτικό· στη γενική του ενικού αριθμού και στον πληθυντικό δανείζεται τους τύπους από το “πρωινό”. || που χαρακτηρίζεται από την απουσία ορισμένων συντακτικών στοιχείων: Ελλειπτική πρόταση. 2. (για λόγο, ύφος κτλ.) που συνειδητά παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό, που χαρακτηριστικό του είναι το σχήμα της έλλειψης: ~ λόγος. Ελλειπτική φράση / έκφραση.

[λόγ. < ελνστ. ἐλλειπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες