Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελλανοδίκης
1 εγγραφή
ελλανοδίκης ο [elanoδíkis] Ο10 : 1.(ιστ.) στην αρχαία Ελλάδα επόπτης και κριτής αθλητικών αγώνων (στην Ολυμπία, Nεμέα κτλ.). 2. μέλος ελλανοδίκου επιτροπής (σε αθλητικούς, καλλιτεχνικούς κτλ. αγώνες).

[λόγ. εν. < αρχ. (δωρ. διάλ.) πληθ. ῾Ελλανοδίκαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες