Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελκυστήρας
1 εγγραφή
ελκυστήρας ο [elkistíras] Ο2 : (λόγ.) μηχάνημα ή στοιχείο μηχανής ή κατασκευής, το οποίο ασκεί δύναμη έλξης (τράβηγμα): Γεωργικός ~, τρακτέρ.

[λόγ. < αρχ. ἑλκυστήρ, αιτ. -ῆρα `εργαλείο για τράβηγμα΄ & σημδ. γαλλ. tracteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες