Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελικοειδής
1 εγγραφή
ελικοειδής -ής -ές [elikoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα έλικας, που μοιάζει με το σχήμα της έλικας· ελικωτός· (πρβ. σπειροειδής): ~ γραμμή· (πρβ. έλικα1). ~ επιφάνεια, που ορίζεται από ελικοειδείς γραμμές. ~ διάταξη επιπέδων. Ελικοειδές κλιμακοστάσιο. ~ σκάλα, στρογγυλή. || που έχει κατεύθυνση έλικα: ~ κίνηση. ~ δρόμος. ελικοειδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἑλικοειδής, ἑλικοειδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες