Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελικ
8 εγγραφές [1 - 8]
έλικα η [élika] Ο28 : 1.(γεωμ.) η καμπύλη γραμμή που γράφεται από ένα σημείο το οποίο κινείται, ισοταχώς και σε ευθεία γραμμή, επάνω στην επιφάνεια κυλίνδρου ο οποίος περιστρέφεται επίσης ισοταχώς· (πρβ. σπείρα). 2. για πράγμα με σχήμα όμοιο ακριβώς ή περίπου προς τη γεωμετρική έλικα. α. (βοτ.) όργανο των αναρριχητικών φυτών, που τυλίγεται γύρω από τα στηρίγματά τους για να υποβοηθήσει την αναρρίχησή τους. β. (ανατ.) οι έλικες του εγκεφάλου, οι ελικοειδείς εξοχές στην επιφάνειά του, που χωρίζονται από τους αύλακες. γ. (αρχιτ.) έλικες κιονοκράνου. 3. ο έλικας1.

[λόγ.: 2: αρχ. ἕλιξ ἡ, αιτ. -ικα· 1: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. hélice (στη νέα σημ.) < λατ. helix < αρχ. ἕλιξ]

έλικας ο [élikas] Ο5 : 1.προωθητικό όργανο (θαλάσσιου ή εναέριου μεταφορικού μέσου), που αποτελείται από πτερύγια τα οποία αποτελούν ίσα μέρη της ίδιας ελικοειδούς επιφάνειας και είναι προσαρμοσμένα σε περιστρεφόμενο άξονα: ~ μηχανοκίνητης βάρκας / πλοίου κτλ., προπέλα. ~ αεροπλάνου / ελικοπτέρου. 2. (σπάν.) η έλικα (στις σημ. 1, 2).

[λόγ. < αρχ. ἕλιξ ἡ, αιτ. -ικα, μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. (δες έλικα)]

ελικοδρόμιο το [elikoδrómio] Ο40 : ανοιχτός χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος για την προσγείωση και απογείωση ελικοπτέρων.

[λόγ. ελικό(πτερον) + -δρόμιον μτφρδ. αγγλ. helidrome < heli(copter) + -drome κατά το aerodrome = αεροδρόμιο (διαφ. το αρχ. ἑλικοδρόμος `κυκλικός΄)]

ελικοειδής -ής -ές [elikoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα έλικας, που μοιάζει με το σχήμα της έλικας· ελικωτός· (πρβ. σπειροειδής): ~ γραμμή· (πρβ. έλικα1). ~ επιφάνεια, που ορίζεται από ελικοειδείς γραμμές. ~ διάταξη επιπέδων. Ελικοειδές κλιμακοστάσιο. ~ σκάλα, στρογγυλή. || που έχει κατεύθυνση έλικα: ~ κίνηση. ~ δρόμος. ελικοειδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἑλικοειδής, ἑλικοειδῶς]

ελικόπτερο το [elikóptero] Ο40 : ιπτάμενο όχημα, με έλικα προσαρμοσμένο σε κατακόρυφο άξονα, το οποίο μπορεί να απογειώνεται και να προσγειώνεται κατακόρυφα: Στρατιωτικό / επιβατικό ~. Στην οθόνη σας βλέπετε και πλάνα από ~. Aποφασίστηκε η αγορά νέων, υπερσύγχρονων ελικοπτέρων για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. ελικοπτεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. hélicoptère < hélic- < αρχ. ἑλικ- (δες στο έλικα) -ο- + -pteron < αρχ. πτερόν (δες στο φτερό)]

ελικοπτεροφόρος -α / -ος -ο [elikopterofóros] Ε14 : για πλοίο, που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ελικόπτερα. || (ως ουσ.) το ελικοπτεροφόρο, πολεμικό πλοίο που διαθέτει χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσγείωση και την απογείωση ελικοπτέρων.

[λόγ. ελικόπτερ(ον) -ο- + -φόρος]

ελικοφόρος -α / -ος -ο [elikofóros] Ε14 : για θαλάσσιο ή εναέριο μεταφορικό μέσο που κινείται με έλικες: Ελικοφόρο ατμόπλοιο, σε αντιδιαστολή προς τα παλαιά και πρώτα τροχοκίνητα ατμόπλοια. Ελικοφόρο αεροπλάνο, σε αντιδιαστολή προς το αεριωθούμενο.

[λόγ. έλικ(ας)1 -ο- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-hélice (διαφ. το μσν. ελικοφόρος `κλήμα που έχει έλικες΄)]

ελικωτός -ή -ό [elikotós] Ε1 : ελικοειδής, κοχλιωτός. || (ως ουσ.) το ελικωτό, μεγάλη βίδα για τη στερέωση των σιδηροτροχών.

[λόγ. < ελνστ. ἑλικωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες