Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαστικός
1 εγγραφή
ελαστικός -ή -ό [elastikós] Ε1 : 1. για στερεό σώμα του οποίου το σχήμα ή ο όγκος μεταβάλλεται σχετικά εύκολα κάτω από την επίδραση μιας εξωτερικής δύναμης και επανέρχεται στην αρχική κατάσταση, μόλις η δύναμη αυτή πάψει να ασκείται: Ελαστικό σώμα / υλικό. Ελαστική μάζα / ύλη / σφαίρα. Ελαστικές ίνες. || (ανατ.) ~ ιστός, ποικιλία συνδετικού ιστού. || Ελαστικό κόμμι και ως ουσ. το ελαστικό*. 2. (μτφ.) α. που εύκολα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συμφέροντά του, εγκαταλείπει και παρακάμπτει ηθικές αρχές και κανόνες· ευμετάβλητος από ηθική άποψη, ενδοτικός: Ελαστική συνείδηση, χαλαρή, ενδοτική. ~ χαρακτήρας. || Ελαστική ηθική. ANT αυστηρή, άκαμπτη. β. που έχει χαρακτήρα ήπιο, μετριοπαθή, υποχωρητικό. ANT αυστηρός, ανελαστικός: Ελαστικά κριτήρια. ANT χαλαρός: Ελαστική εφαρμογή του νόμου. Ελαστική βαθμολογία· (πρβ. επιεικής). || Ελαστική πολιτική· (πρβ. διαλλακτικός, μετριοπαθής). || ~ νόμος. Ελαστική νομοθεσία· (πρβ. επιεικής). ANT αυστηρός, σκληρός. 3. (μτφ.) για οικονομικά μεγέθη που μπορούν σχετικά εύκολα να μεταβάλλονται ή να προσαρμόζονται σε αλλαγές παραγόντων και συνθηκών. ANT ανελαστικός: Ελαστικές δαπάνες. Ελαστική ζήτηση. ελαστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[λόγ. < γαλλ. élastique < νλατ. elasticus < ελνστ. ἐλαστ(ός = ἐλατός) -icus = -ικός (δες και λάστιχο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες