Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαμικός -ή -ό [elamikós] & ελαμιτικός -ή -ό [elamitikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ασιατική χώρα του Ελάμ ή στο λαό της, τους Ελαμίτες: ~ πολιτισμός. Ελαμιτική τέχνη / γλυπτική.
[λόγ. < ελνστ. όν. χώρας Ἐλάμ (ανατολ. προέλ.) -ικός· λόγ. < ελνστ. \\Ελαμίτ(ης) -ικός]