Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιόχρωμα
4 εγγραφές [1 - 4]
ελαιόχρωμα το [eleóxroma] Ο49 : χρώμα παρασκευασμένο από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ειδικό έλαιο: ~ ζωγραφικής. ~ γενικής χρήσης, λαδομπογιά.

[λόγ. ελαιο- 2 + χρώμα μτφρδ. γαλλ. couleur à l΄huile]

ελαιοχρωματίζω [eleoxromatízo] -ομαι Ρ2.1 : βάφω με ελαιόχρωμα.

[λόγ. ελαιοχρωματ- (ελαιόχρωμα) -ίζω]

ελαιοχρωματισμός ο [eleoxromatizmós] Ο17 : βαφή με ελαιόχρωμα.

[λόγ. ελαιοχρωματισ- (ελαιοχρωματίζω) -μός]

ελαιοχρωματιστής ο [eleoxromatistís] Ο7 : βαφέας ειδικός στον ελαιοχρωματισμό.

[λόγ. ελαιοχρωματισ- (ελαιοχρωματίζω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες