Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαιόμετρο το [eleómetro] Ο42 : αραιόμετρο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της πυκνότητας των ελαίων.
[λόγ. ελαιο- 1 + -μετρον μτφρδ. γαλλ. oléomètre]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ελαιο- 1 + -μετρον μτφρδ. γαλλ. oléomètre]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |