Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιο-
2 εγγραφές [1 - 2]
ελαιο- 1 [eleo] & ελαιό- [eleó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ελαι- [ele], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης β' συνθετικό σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· με αναφορά: 1. στο δέντρο της ελιάς· (πρβ. λιο- 2): ελαιότοπος, ~φυτεία· ελαιόφυτος. 2. στο ελαιόλαδο (αλλά και στα υπόλοιπα φυτικά έλαια) και στον καρπό της ελιάς· (πρβ. λαδο-): ~παραγωγός· ~παραγωγή, ~τριβείο· ~παραγωγικός· ελαιεμπόριο, ελαιέμπορος, λαδεμπόριο, λαδέμπορος.

[λόγ. < αρχ. ἐλαι(ο)- θ. του ουσ. ἔλαιο(ν) `λάδι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαιο-λόγος `που μαζεύει ελιές΄, ελνστ. ἐλαιο-κομία, ἐλαιο-τρίβιον, μσν. ελαιό-λαδον]

ελαιο- 2 & ελαιό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά σε ελαιώδεις ουσίες: ~γραφία, ελαιόχρωμα, ~τυπία. || (ειδικότ.) στη λαδομπογιά, στο ελαιόχρωμα: ~βαφή, ~χρωματιστής.

[λόγ. < μσν. ελαιο- (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐλαιο- (δες ελαιο- 1) ως α' συνθ.: μσν. ελαιο-κονία `σοβάς από ασβέστη και λάδι΄ & μτφρδ.: ελαιο-γραφία < γαλλ. peinture à l΄huile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες