Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιοτριβείο
1 εγγραφή
ελαιοτριβείο το [eleotrivío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο παραγωγής ελαιολάδου από ελαιόκαρπο· (πρβ. ελαιουργείο).

[λόγ. < ελνστ. ἐλαιοτριβεῖον `πρέσα για λάδι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες