Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκφυλίζω [ekfilízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αλλοιώνω τη φύση ενός οργανισμού, κάνω να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του γένους ή του είδους του: Εκφυλισμένοι οργανισμοί. 2. (παθ., μτφ.) χάνω τη δύναμή μου, την έντασή μου, εξασθενώ: Εκφυλίστηκε η απεργία.
[λόγ. εκ- φύλ(ον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. dégénérer]