Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφαυλίζω
1 εγγραφή
εκφαυλίζω [ekfavlízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κτ. προς το χειρότερο, το φθείρω από ηθική άποψη· (πρβ. εξαχρειώνω, διαφθείρω).

[λόγ. < ελνστ. ἐκφαυλίζω `υποτιμώ, εξευτελίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες