Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτόπισμα
1 εγγραφή
εκτόπισμα το [ektópizma] Ο49 : 1. η ποσότητα υγρού την οποία εκτοπίζει ένα σώμα όταν βυθίζεται σε αυτό. || (ειδικότ.) το βάρος του νερού που εκτοπίζεται από σκάφος το οποίο επιπλέει: Πλοίο μεγάλου / μικρού εκτοπίσματος. Mέγιστο ~, όταν το πλοίο έχει το μέγιστο φορτίο του και το μέγιστο βύθισμα. 2. (μτφ.) η δύναμη ενός προσώπου να επηρεάζει, να επιβάλλεται κτλ. στο κοινωνικό του περιβάλλον: Πολιτικός μικρού / μεγάλου εκτοπίσματος. Πολιτικό / κοινωνικό ~.

[λόγ. εκτοπισ- (εκτοπίζω) -μα & σημδ. γαλλ. déplacement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες