Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτομή
1 εγγραφή
εκτομή η [ektomí] Ο29 : αφαίρεση με τομή.

[λόγ. < ελνστ. ἐκτομή, αρχ. σημ.: `ευνουχισμός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες