Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκταφή
1 εγγραφή
εκταφή η [ektafí] Ο29 : α.εξαγωγή πτώματος από τον τάφο: Ο ανακριτής ζήτησε την ~ του πτώματος και τη διενέργεια νέας νεκροψίας. β. εξαγωγή των οστών νεκρού από τον τάφο ύστερα από τη συμπλήρωση ορισμένου χρονικού διαστήματος· ανακομιδή. γ. εξαγωγή αντικειμένου που ήταν θαμμένο μέσα στη γη.

[λόγ. εκ- ταφή μτφρδ. γαλλ. exhumation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες