Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτίω
1 εγγραφή
εκτίω [ektío] Ρ9α & εκτίνω [ektíno] Ρ1α αόρ. εξέτισα, απαρέμφ. εκτίσει : (λόγ.) για κπ. που βρίσκεται στη φυλακή για όσο διάστημα διαρκεί η ποινή του: Εκτίει / θα εκτίσει ποινή φυλάκισης δύο ετών. Εξέτισε τα τρία τέταρτα της ποινής του. || (σπάν., για υποχρέωση στράτευσης) εκπληρώνω.

[λόγ. < αρχ. ἐκτίνω και σφαλερή ταύτιση προς το αρχ. τίω (ποιητ.) `τιμώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες