Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσφενδονίζω
1 εγγραφή
εκσφενδονίζω [eksfenδonízo] -ομαι Ρ2.1 : πετώ, ρίχνω κτ. με δύναμη και μακριά, προς ορισμένη κατεύθυνση και στόχο· (πρβ. εξακοντίζω, εκτοξεύω): Άρπαξε οργισμένος ένα σταχτοδοχείο και του το εκσφενδόνισε. Οι διαδηλωτές εκσφενδόνιζαν πέτρες

[λόγ. < ελνστ. ἐκσφενδον(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. εκσφενδονησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες