Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσπερμάτωση
1 εγγραφή
εκσπερμάτωση η [ekspermátosi] Ο33 : εκσπερμάτιση.

[λόγ. εκσπερματω- (δες εκσπερματώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες