Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκροή
1 εγγραφή
εκροή η [ekroí] Ο29 : ροή προς τα έξω. ANT εισροή. α. (για υγρά): ~ ύδατος. Aγωγός / στρόφιγγα εκροής. β. (μτφ., οικον.) συνεχής κίνηση, μεταφορά προς τα έξω, από ένα χώρο (προς άλλον): ~ συναλλάγματος· (πρβ. εξαγωγή). ~ οικονομικών πόρων / συντελεστών παραγωγής, από έναν παραγωγικό κλάδο σε άλλον. Σύστημα εισροών-εκροών.

[λόγ.: α: αρχ. ἐκροή· β: σημδ. αγγλ. outflow]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες