Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκριζώνω [ekrizóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) ξεριζώνω. α. αποσπώ από το έδαφος ένα φυτό μαζί με τη ρίζα του. β. (μτφ.) καταστρέφω, αφανίζω κτ. κακό εξ ολοκλήρου και οριστικά, από τη ρίζα του, από την πρώτη του αρχή, αιτία.
[λόγ. < ελνστ. ἐκριζ(ῶ) -ώνω]