Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπρόσωπος
1 εγγραφή
εκπρόσωπος ο [ekprósopos] Ο19 θηλ. εκπρόσωπος [ekprósopos] Ο36 : 1. το πρόσωπο που έχει την εξουσιοδότηση να παρευρεθεί και να ενεργήσει κατ΄ εντολή και για λογαριασμό άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου· (πρβ. αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος): Ορίζω / ανακαλώ τον εκπρόσωπό μου. Παρίσταμαι / παρευρίσκομαι ως ~ κάποιου. Ο υπουργός δέχτηκε τους εκπροσώπους των συνδικάτων. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συμφωνία. Ο μόνιμος ~ της χώρας μας στον ΟHΕ. H κυβέρνηση απάντησε με δηλώσεις του εκπροσώπου της. Ο κοινοβουλευτικός ~ ενός κόμματος, στο κοινοβούλιο. Kυβερνητικός ~, για την ενημέρωση κυρίως των δημοσιογράφων. 2. το πρόσωπο το οποίο με τη δράση και το έργο του εκφράζει ορισμένη ιδεολογία, αντίληψη, τάση κτλ.: Οι εκπρόσωποι του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Οι εκπρόσωποι του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Yπήρξε ο κατ΄ εξοχήν ~ του ρομαντισμού. Θεωρείται ως ο κορυφαίος ~ του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Aπό τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας.

[λόγ. εκπροσωπ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες