Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκπρόθεσμος -η -ο [ekpróθezmos] Ε5 : που γίνεται μετά τη λήξη καθορισμένου (νόμιμου) χρονικού διαστήματος, προθεσμίας. ANT εμπρόθεσμος: Εκπρόθεσμη δήλωση / υποβολή εγγράφου / αίτησης. H αίτησή σας απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης· (πρβ. υπερημερία). || (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί μετά τη λήξη προθεσμίας: Είσαι ~. || (ως ουσ.) ο εκπρόθεσμος: Οι αιτήσεις των εκπροθέσμων θα εξεταστούν από ειδική επιτροπή.
εκπρόθεσμα & (λόγ.) εκπροθέσμως ΕΠIΡΡ ύστερα από τη λήξη της προθεσμίας. ANT εμπρόθεσμα, εμπροθέσμως. [λόγ. < ελνστ. ἐκπρόθεσμος· λόγ. εκπρόθεσμ(ος) -ως]