Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπληρώνω
1 εγγραφή
εκπληρώνω [ekpliróno] -ομαι Ρ1 λόγ. αόρ. και εξεπλήρωσα, απαρέμφ. εκπληρώσει : α.εκτελώ, πραγματοποιώ κτ. στο ακέραιο, ως το τέλος: ~ μια υποχρέωση / μια υπόσχεση. ~ το καθήκον μου / το χρέος μου, εκτελώ στο ακέραιο. Εκπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. ~ τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, υπηρετώ ως το τέλος τη στρατιωτική μου θητεία. ~ τα όνειρά μου, τα πραγματοποιώ, τα κάνω πραγματικότητα. ~ τις επιθυμίες (μου). Εύχομαι να εκπληρωθούν όλες σας οι επιθυμίες. || (λόγ. έκφρ.) εξεπλήρωσε το κοινό καθήκον, πέθανε. β. για πράγμα που πάλιωσε ή χάλασε και έπαψε οριστικά να είναι χρήσιμο: Tο πλυντήριο εκπλήρωσε το σκοπό του / τον προορισμό του.

[λόγ. < αρχ. ἐκπληρ(ῶ) -ώνω `συμπληρώνω έναν αριθμό, ξεπληρώνω΄ & σημδ. γαλλ. accomplir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες