Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπαραθυρώνω
1 εγγραφή
εκπαραθυρώνω [ekparaθiróno] -ομαι Ρ1 : α.ρίχνω κπ. έξω από παράθυρο, για να τον σκοτώσω: Εισέβαλαν στην αίθουσα του βασιλικού ανακτόρου και εκπαραθύρωσαν τέσσερις αξιωματούχους. β. (μτφ.) αποπέμπω, διώχνω κπ. από τη θέση του ή από το αξίωμά του με τρόπο βίαιο και παράτυπο.

[λόγ. εκπαραθύρ(ωσις) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες