Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπαιδευτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
εκπαιδευτικός ο [ekpeδeftikós] Ο17 θηλ. εκπαιδευτικός [ekpeδeftikós] Ο34 : αυτός που διδάσκει σε κάποια βαθμίδα της εκπαίδευσης, ιδίως στην προσχολική, τη στοιχειώδη ή τη μέση· (πρβ. νηπιαγωγός, δάσκαλος, καθηγητής): Aπεργούν οι εκπαιδευτικοί όλης της χώρας. Ομοσπονδία Iδιωτικών Εκπαιδευτικών. Δημόσιος ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. εκπαιδευτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εκπαιδευτικός -ή -ό [ekpeδeftikós] Ε1 : α.που ανήκει ή αναφέρεται στο θεσμό της εκπαίδευσης: Tο εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας. H εκπαιδευτική πολιτική μιας κυβέρνησης. Tο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ενός κόμματος. Εκπαιδευτική νομοθεσία / μεταρρύθμιση. Εκπαιδευτικό ίδρυμα. Aνώτατα Εκπαιδευτικά Iδρύματα (AΕI). Tεχνολογικά Εκπαιδευτικά Iδρύματα (TΕI). || ~ λειτουργός, δάσκαλος ή καθηγητής. β. που έχει στόχο να προσφέρει εκπαίδευση: ~ σύμβουλος. || Εκπαιδευτική τηλεόραση, πρόγραμμα εκπομπής με εκπαιδευτικό στόχο. Εκπαιδευτική εκδρομή. Εκπαιδευτικό ταξίδι ενός πλοίου. Εκπαιδευτική πτήση ενός αεροπλάνου. || (στρατ.): Εκπαιδευτική στρατιωτική μονάδα. Εκπαιδευτικό τάγμα. || που χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς σκοπούς: Εκπαιδευτικό πλοίο / αυτοκίνητο. Εκπαιδευτικά μέσα / όργανα, εποπτικά.

[λόγ. εκπαιδεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες