Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμηδενίζω
1 εγγραφή
εκμηδενίζω [ekmiδenízo] -ομαι Ρ2.1 : καθιστώ κτ. ίσο με το μηδέν, το κάνω να μην υπάρχει ή σαν να μην υπάρχει. α. εξαλείφω, αφανίζω: ~ κάποιες διαφορές. β. καθιστώ κπ. ή κτ. εντελώς αδύναμο, ανίσχυρο· ολοσχερώς συντρίβω, εξουδετερώνω: Εκμηδένισε τον αντίπαλό του. ~ την αντίσταση ενός εχθρού. Εκμηδενίστηκαν τα μικρά κόμματα. || συντρίβω, συνθλίβω: ~ την προσωπικότητα κάποιου.

[λόγ. εκ- μηδέν -ίζω μτφρδ. γαλλ. annihiler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες