Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλέκτορας
1 εγγραφή
εκλέκτορας ο [ekléktoras] Ο5 θηλ. εκλέκτορας [ekléktoras] & (προφ.) εκλεκτόρισσα [eklektórisa] Ο27 (συνήθ. πληθ.) : πρόσωπο εντεταλμένο να εκλέξει αυτόν ή αυτούς που θα αναλάβουν ένα αξίωμα, μια αρχή κτλ.: Tο σώμα των εκλεκτόρων. Οι εκλέκτορες εκλέγονται από τις τοπικές συνελεύσεις ή διορίζονται από τα διοικητικά συμβούλια. Ο αριθμός των εκλεκτόρων καθορίζεται ανάλογα με τον αριθμό των μελών κάθε συλλόγου. || (ιστ.) Aυτοκρατορικοί εκλέκτορες, οι ηγεμόνες και οι κληρικοί που είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τον αυτοκράτορα της Γερμανίας από τον 11ο ως τις αρχές του 19ου αι.

[λόγ. εκλεκ- (εκλέγω) -τωρ > -τορας μτφρδ. γαλλ. électeur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· εκλεκτορ- (εκλέκτωρ) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες