Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκρεμής
1 εγγραφή
εκκρεμής -ής -ές [ekremís] Ε10 : 1. (για υποθέσεις, ζητήματα κτλ.) αυτός για τον οποίο ακόμη δεν έχουν πάρει οριστική απόφαση ή δεν έχουν δώσει οριστική λύση· που είναι σε εκκρεμότητα, που εκκρεμεί: Εκκρεμείς υποθέσεις. Εκκρεμή ζητήματα / προβλήματα / θέματα. ~ δικαστική υπόθεση, που δεν εκδικάστηκε ακόμα. ~ λογαριασμός. Εκκρεμείς οικονομικές διαφορές, που δεν επιλύθηκαν ή δεν τακτοποιήθηκαν ακόμη. 2. (ως ουσ.) το εκκρεμές*.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκρεμής `που κρέμεται΄ σημδ. γαλλ. en suspens]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες