Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκοκκιστήριο
1 εγγραφή
εκκοκκιστήριο το [ekokistírio] Ο40 : εργοστάσιο εκκοκκισμού: Εκκοκκιστήρια βάμβακος.

[λόγ. εκκοκκισ- (εκκοκκίζω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες