Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκθρονίζω [ekθronízo] -ομαι Ρ2.1 : απομακρύνω διά της βίας, αποπέμπω, διώχνω βασιλιά, αυτοκράτορα κτλ. από το θρόνο του, από το αξίωμά του. || (μτφ.): Tην Aλίκη Bουγιουκλάκη δεν κατάφερε να την εκθρονίσει καμιά άλλη ηθοποιός και να της αφαιρέσει τον τίτλο της εθνικής σταρ.
[λόγ. εκ- θρονίζω κατά το ενθρονίζω μτφρδ. γαλλ. détrἄner]



