Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκηβόλος -ος -ο [ekivólos] Ε14 : (λόγ., για όπλο) που ρίχνει, βάλλει μακριά. ANT αγχέμαχος.
[λόγ. < αρχ. ἐκηβόλος `που πετυχαίνει το στόχο΄ αρχ. παρετυμ. κατά το ἑκάς]



