Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκείθε
2 εγγραφές [1 - 2]
εκείθε [ekíθe] επίρρ. τοπ. : (λαικότρ.) από εκεί, από την εκεί μεριά.

[μσν. εκείθε(ν) < αρχ. ἐκεῖθεν]

εκείθεν [ekíθen] επίρρ. τοπ. : μόνο στη λόγια έκφραση ένθεν* και ~/ ένθεν* κακείθεν.

[λόγ. < αρχ. ἐκεῖθεν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες