Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκδράμω [ekδrámo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κάνω εκδρομή: Aύριο λέμε να εκδράμουμε στα πέριξ.
[λόγ. εκδραμ- (συνοπτ. θ. του αρχ. ρ. ἐκτρέχω `τρέχω προς τα έξω, επιτίθεμαι΄) -ω κατά την αλλ. της σημ. της λ. εκδρομή]