Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδράμω
1 εγγραφή
εκδράμω [ekδrámo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κάνω εκδρομή: Aύριο λέμε να εκδράμουμε στα πέριξ.

[λόγ. εκδραμ- (συνοπτ. θ. του αρχ. ρ. ἐκτρέχω `τρέχω προς τα έξω, επιτίθεμαι΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. εκδρομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες