Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκδοχή η [ekδoxí] Ο29 : ιδιαίτερη και διαφορετική από άλλες άποψη, αντίληψη, ερμηνεία, παρουσίαση κτλ. γεγονότος: Άλλη / διαφορετική / πιθανή / απίθανη / αληθοφανής / πειστική ~. Ποικίλες εκδοχές. Παρουσιάζω / υποστηρίζω / δέχομαι / απορρίπτω / εξετάζω / διερευνώ μια ~. Συμφωνώ / διαφωνώ με μια ~. Πριν αποφασίσουμε ας εξετάσουμε όλες τις πιθανές εκδοχές. Nεότερα στοιχεία ενισχύουν την ~ ότι το έργο γράφτηκε μετά το 399 π.X. Yπάρχουν δύο εκδοχές για το ατύχημα: μια του οδηγού και η άλλη του πεζού.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδοχή, αρχ. σημ.: `επακολουθία΄]