Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκβουλγαρισμός
1 εγγραφή
εκβουλγαρισμός ο [ekvulγarizmós] Ο17 : μεταβολή κάποιου σε Bούλγαρο ή βουλγαρικό: Ο ~ μιας περιοχής / ενός πληθυσμού.

[λόγ. εκβουλγαρισ- (εκβουλγαρίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες