Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκβουλγαρίζω
1 εγγραφή
εκβουλγαρίζω [ekvulγarízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κπ. ή κτ. σε Bούλγαρο ή βουλγαρικό, κάνω να πάρει χαρακτήρα, μορφή κτλ. βουλγαρικά. || (συνήθ. παθ.): Εκβουλγαρισμένες περιοχές. Εκβουλγαρισμένα ελληνικά χωριά.

[λόγ. εκ- Βούλγαρ(ος) -ίζω κατά το εξελληνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες