Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατοντάβαθμος
1 εγγραφή
εκατοντάβαθμος -η -ο [ekatondávaθmos] Ε5 : που τον έχουν υποδιαιρέσει σε εκατό βαθμούς ή σε εκατό βαθμίδες: Εκατοντάβαθμη κλίμακα.

[λόγ. εκατοντα- + βαθμ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. (échelle) centigrade]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες