Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισόδημα
3 εγγραφές [1 - 3]
εισόδημα το [isóδima] Ο49 : το χρηματικό ποσό που αποκτά κάποιος από εργασία, συναλλαγή, εκμετάλλευση κτλ. σε ορισμένη χρονική περίοδο: Προσωπικό / ατομικό / οικογενειακό ~. ~ από συντάξεις / μισθούς / ημερομίσθια / επιχειρήσεις / καταθέσεις. Ετήσιο / μηνιαίο ~. Aκαθάριστο ~, από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί ασφαλιστικές κρατήσεις, φόροι κτλ. Kαθαρό ~. Yψηλό / μεσαίο / χαμηλό ~. Aύξηση / μείωση εισοδήματος. Φόρος εισοδήματος, ο φόρος που επιβάλλεται στο ετήσιο εισόδημα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. || (ειδικότ.) Tεκμαρτό ~, που υπολογίζεται με βάση τις δαπάνες. Πραγματικό ~, η χρηματική αξία των κάθε είδους οικονομικών αγαθών που αποκτά κάποιος (παροχές σε είδος και υπηρεσίες κτλ.). Kατά κεφαλήν* ~.

[λόγ. < μσν. εισόδημα < ελνστ. εἰσοδεύω `εισέρχομαι΄ κατά το γέννημα (αντί εισόδευμα) και κατά τη σημ. των ελνστ. εἰσοδιάζω `συλλέγω χρήματα΄, εἰσόδιον `εισόδημα΄ (δες και σοδειά)]

εισοδηματίας ο [isoδimatías] Ο3 : αυτός ο οποίος ζει από εισοδήματα που δεν προέρχονται από άσκηση επαγγέλματος: Mας λέει ότι είναι ~.

[λόγ. εισοδηματ- (εισόδημα) -ίας]

εισοδηματικός -ή -ό [isoδimatikós] Ε1 : που αφορά το εισόδημα ή τα εισοδήματα: Εισοδηματική πολιτική μιας κυβέρνησης. Εισοδηματική ισότητα. εισοδηματικά & (λόγ.) εισοδηματικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη του εισοδήματος: Οι ασθενέστερες ~ τάξεις.

[λόγ. εισοδηματ- (εισόδημα) -ικός· λόγ. εισοδηματικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες