Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισχωρώ
1 εγγραφή
εισχωρώ [isxoró] Ρ10.9α : (λόγ.) έρχομαι, κινούμαι προς το εσωτερικό (χώρου, όγκου, σώματος κτλ.)· εισέρχομαι, μπαίνω μέσα: Kατόρθωσαν να εισχωρήσουν στο εχθρικό έδαφος, σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων. H θάλασσα εισχωρεί βαθιά μέσα στη στεριά.

[λόγ. < ελνστ. εἰσχωρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες