Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εισιτήριος -α -ο [isitírios] Ε6 : που γίνεται για την εισαγωγή σπουδαστών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα· εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις. || (παρωχ.): ~ λόγος, εναρκτήρια ομιλία καθηγητή πανεπιστημίου ή ακαδημαϊκού.
[λόγ. < αρχ. εἰσιτήριος `που αναφέρεται στην είσοδο΄, εἰσιτήρια ἱερά `θυσίες κατά την ανάληψη αξιώματος΄]